- Сократъ убѣждаетъ Ктезиппа не возмущаться воззрѣніями софистовъ и все претерпѣть, лишь бы получить отъ нихъ должное вразумленіе.
XIII. Έγώ ουν, έπειδή μοι έδόκουν άγριωτέρως προς άλ-λήλους έχειν, προσέπαιίόν τε τον Κτήσιππον και ε?πον ότι
Κτήσιππε, έμοι μεν δοκεΐ χρήναι ημάς παρά των £ένων δέχεσθαι α λέγουσιν [εάν έθέλωσι διδόναι] και μή όνόματι 5 διαφέρεσθαι* εί γάρ έπίστανται ούτως έ£ολλύναι ανθρώπους ώστ εκ πονηρών τε και αφρόνων χρηστούς τε και εμφρονας ποιεΐν, και τούτο εϊτε αυτώ εύρήκατον | εϊτε και παρ3 άλλου του έμαθετήν φθόρον τινά και όλεθρον τοιούτον ώστε άπο-λέσαντες πονηρόν όντα χρηστόν πάλιν άποφήναΓ εί τούτο ι0 έπίστασθον — δήλον δε ότι έπίστασθον* έφάτηνγούν την τέχνην σφών είναι την νεωστί εύρημενην αγαθούς ποιεΐν τούς ανθρώπους εκ πονηρών — συγχωρήσωμεν ουν αύτοΐν αυτό, άπο-λεσάντων ήμΐν τό μειράκιον και φρόνιμον ποιησάντων και απαντάς γε ημάς τούς άλλους. | εί δε ύμεΐς οί νέοι φοβεΐσθε, q 15 ώσπερ εν Καρί εν έμοι έστω ό κίνδυνος* ως έγώ, επειδή καί πρεσβύτης είμί, παρακινδυνεύειν έτοιμος καί παραδίδωμι έμαυτόν Διονυσοδώρω τούτψ ώσπερ τή Μηδεία τή Κόλχω. άπολλύτω με, καί εί μεν βούλεται, έψέτω, εί δ5 ό τι βούλεται τούτο ποιείτω* μόνον χρηστόν άποφηνάτω. καί ό Κτήσιππος,
20 Έγώ μεν, έφη, καί αυτός, ώ Σώκρατες, έτοιμός είμι παρέχειν έμαυτόν τοΐς Ηένοις, καί έάν βούλωνται δέρειν | έτι μάλλον J) ή νύν δέρουσιν, εϊ μοι ή δορά μή εις ασκόν τελευτήσει ώσπερ ή τού Μαρσύου, άλλ’ εις αρετήν, καίτοι με οϊεται Διονυ-σόδωρος ούτοσί χαλεπαίνειν αύτώ. έγώ δε ου χαλεπαίνω, άλλ3 25 αντιλέγω προς ταύτα α μοι δοκεΐ πρός με μή καλώς λέγεϊν. αλλά σύ τό άντιλέγειν, έφη, ώ γενναίε Διονυσόδωρε, μή κάλει λοιδορεΐσθαι* έτερον γάρ τί έστι τό λοιδορεΐσθαι.
- 7-й софизмъ: противорѣчіе невозможно.
XIV. Καί Διονυσόδωρος, Ώς όντος, έφη, τού άντιλέγειν,
ώ Κτήσιππε, ποιεί τούς λόγους; Πάντως | δήπου, έφη, καί Ε 30 σφοδρά γε* ή σύ, ώ Διονυσόδωρε, ούκ οϊει είναι άντιλέγειν; Ουκουν σύ τάν, έφη, άποδείΗαις πώποτε άκούσας ου-
- Сократ убеждает Ктезиппа не возмущаться воззрениями софистов и всё претерпеть, лишь бы получить от них должное вразумление.
XIII. Έγώ ουν, έπειδή μοι έδόκουν άγριωτέρως προς άλ-λήλους έχειν, προσέπαιίόν τε τον Κτήσιππον και ε?πον ότι
Κτήσιππε, έμοι μεν δοκεΐ χρήναι ημάς παρά των £ένων δέχεσθαι α λέγουσιν [εάν έθέλωσι διδόναι] και μή όνόματι 5 διαφέρεσθαι* εί γάρ έπίστανται ούτως έ£ολλύναι ανθρώπους ώστ εκ πονηρών τε και αφρόνων χρηστούς τε και εμφρονας ποιεΐν, και τούτο εϊτε αυτώ εύρήκατον | εϊτε και παρ3 άλλου του έμαθετήν φθόρον τινά και όλεθρον τοιούτον ώστε άπο-λέσαντες πονηρόν όντα χρηστόν πάλιν άποφήναΓ εί τούτο ι0 έπίστασθον — δήλον δε ότι έπίστασθον* έφάτηνγούν την τέχνην σφών είναι την νεωστί εύρημενην αγαθούς ποιεΐν τούς ανθρώπους εκ πονηρών — συγχωρήσωμεν ουν αύτοΐν αυτό, άπο-λεσάντων ήμΐν τό μειράκιον και φρόνιμον ποιησάντων και απαντάς γε ημάς τούς άλλους. | εί δε ύμεΐς οί νέοι φοβεΐσθε, q 15 ώσπερ εν Καρί εν έμοι έστω ό κίνδυνος* ως έγώ, επειδή καί πρεσβύτης είμί, παρακινδυνεύειν έτοιμος καί παραδίδωμι έμαυτόν Διονυσοδώρω τούτψ ώσπερ τή Μηδεία τή Κόλχω. άπολλύτω με, καί εί μεν βούλεται, έψέτω, εί δ5 ό τι βούλεται τούτο ποιείτω* μόνον χρηστόν άποφηνάτω. καί ό Κτήσιππος,
20 Έγώ μεν, έφη, καί αυτός, ώ Σώκρατες, έτοιμός είμι παρέχειν έμαυτόν τοΐς Ηένοις, καί έάν βούλωνται δέρειν | έτι μάλλον J) ή νύν δέρουσιν, εϊ μοι ή δορά μή εις ασκόν τελευτήσει ώσπερ ή τού Μαρσύου, άλλ’ εις αρετήν, καίτοι με οϊεται Διονυ-σόδωρος ούτοσί χαλεπαίνειν αύτώ. έγώ δε ου χαλεπαίνω, άλλ3 25 αντιλέγω προς ταύτα α μοι δοκεΐ πρός με μή καλώς λέγεϊν. αλλά σύ τό άντιλέγειν, έφη, ώ γενναίε Διονυσόδωρε, μή κάλει λοιδορεΐσθαι* έτερον γάρ τί έστι τό λοιδορεΐσθαι.
- 7-й софизм: противоречие невозможно.
XIV. Καί Διονυσόδωρος, Ώς όντος, έφη, τού άντιλέγειν,
ώ Κτήσιππε, ποιεί τούς λόγους; Πάντως | δήπου, έφη, καί Ε 30 σφοδρά γε* ή σύ, ώ Διονυσόδωρε, ούκ οϊει είναι άντιλέγειν; Ουκουν σύ τάν, έφη, άποδείΗαις πώποτε άκούσας ου-