Страница:Евтидем (Платон, 1878).pdf/62

Материал из Викитеки — свободной библиотеки
Эта страница не была вычитана
— 57 —

Διονυσόδωρε; Ούκ άποκρινεΐ, έφη. και δίκαιον; Δίκαιον αεντοι, εφη. Κατά τίνα λόγον; ήν δ’ εγώ* η δήλον δτι κατά τόνδε, δτι σύ νυν πάνσοφός τις ήμΐν άφΐ£αι περί λόγους και οΐσθα δτε δει άποκρίνασθαι και | δτε μή; και νυν ούδ3 αν ότι- D 5 οϋν άποκρινεΐ άτε γιγνώσκων δτι ου δει; Λαλεΐς, έφη, άμε-λήσας άποκρίνασθαι* άλλ’ ώγαθέ πείθου και άποκρίνου, επειδή και ομολογείς με σοφόν είναι. ΤΤειστέον τοίνυν, ήν δ3 εγώ, και ανάγκη, ώς έοικεν* σύ γάρ άρχεις* άλλ’ έρώτα.

S-й софизмъ: такъ какъ мнитъ то что имѣетъ душу, то на какомъ основаніи Сократъ спрашиваетъ, что мнитъ сіе слово? Это даетъ Сократу поводъ развить свою мысль противъ Діонисодора въ дилеммѣ: или я ошибся, или не ошибся, говоритъ Сократъ,

Πότερον ουν τά ψυχήν εχοντα νοεί [τά νοούντα] ή και τά άψυχα; ίο Τά ψυχήν εχοντα. Οΐσθα ουν δ τι, εφη, ρήμα ψυχήν έχον;ΜάΔία ούκ έγωγε. | Τί ουν άρτι ήρου δ τί μοι νοοΐ τό ρήμα; Τί άλλο γε, Ε ήν δ3 εγώ, ή έΕήμαρτον διά τήν βλακείαν; ή ούκ έ£ήμαρτον, αλλά και τούτο όρθώς εΐπον είπών δτι νοεί τά ρήματα; πάτερα φής έξαμαρτάνειν με ή ου; εί γάρ μή έ£ήμαρτον, ούδέ is σύ έ?ελε'γ£εις καίπερ σοφός ών ούδ3 έχεις δ τι χρή τω λόγψ* εί δ’ έΗήμαρτον, ούδ3 ούτως όρθώς λέγεις φάσκων | ούκ είναι 288 έΕαμαρτάνειν* καί ταύτα ού προς ά πε'ρυσιν έλεγες λέγω.

замѣчая при этомъ, что софисты конечно все еще шутятъ·, и чтобы побудить ихъ къ серіозному разговору, желаетъ вновь, въ видѣ примѣра, повести съ Клейніемъ бесѣду оттуда на чемъ выше остановились.

αλλά εοικεν, έφην εγώ, ώ Διονυσόδωρέ τε καί Εύθύδημε, ουτος μεν ό λόγος εν ταύτω μένειν καί έτι ώσπερ τό πα-20 λαιόν καταβαλών πίπτειν καί ώστε τούτο μή πάσχειν, ούδ5 υπό τής ύμετέρας που τέχνης έ£ευρήσθαι καί ταύτα ούτωσί θαυμαστής ούσης εις ακρίβειαν λόγων, καί ό Κτήσιππος, Θαυμάσιά γε λέγετ έφη ώ άνδρες Θούριοι | είτε Χΐοι εϊθ5 Β όπόθεν κάί δπη χαίρετον ονομαζόμενοι* ώς ούδέν υμΐν μέλει 25 τού παραληρεΐν. καί εγώ φοβηθείς, μή λοιδορία γένηται, πάλιν κατεπράϋνον τον Κτήσιππον καί εΐπον Κτήσιππε, καί νύν δή ά προς Κλεινίαν έλεγον, καί προς σέ ταύτά ταύτα λέγω δτι ού γιγνώσκεις των £ένων τήν σοφίαν δτι θαυμασία έστίν.


Тот же текст в современной орфографии

Διονυσόδωρε; Ούκ άποκρινεΐ, έφη. και δίκαιον; Δίκαιον αεντοι, εφη. Κατά τίνα λόγον; ήν δ’ εγώ* η δήλον δτι κατά τόνδε, δτι σύ νυν πάνσοφός τις ήμΐν άφΐ£αι περί λόγους και οΐσθα δτε δει άποκρίνασθαι και | δτε μή; και νυν ούδ3 αν ότι- D 5 οϋν άποκρινεΐ άτε γιγνώσκων δτι ου δει; Λαλεΐς, έφη, άμε-λήσας άποκρίνασθαι* άλλ’ ώγαθέ πείθου και άποκρίνου, επειδή και ομολογείς με σοφόν είναι. ΤΤειστέον τοίνυν, ήν δ3 εγώ, και ανάγκη, ώς έοικεν* σύ γάρ άρχεις* άλλ’ έρώτα.

S-й софизм: так как мнит то что имеет душу, то на каком основании Сократ спрашивает, что мнит сие слово? Это дает Сократу повод развить свою мысль против Дионисодора в дилемме: или я ошибся, или не ошибся, говорит Сократ,

Πότερον ουν τά ψυχήν εχοντα νοεί [τά νοούντα] ή και τά άψυχα; ίο Τά ψυχήν εχοντα. Οΐσθα ουν δ τι, εφη, ρήμα ψυχήν έχον;ΜάΔία ούκ έγωγε. | Τί ουν άρτι ήρου δ τί μοι νοοΐ τό ρήμα; Τί άλλο γε, Ε ήν δ3 εγώ, ή έΕήμαρτον διά τήν βλακείαν; ή ούκ έ£ήμαρτον, αλλά και τούτο όρθώς εΐπον είπών δτι νοεί τά ρήματα; πάτερα φής έξαμαρτάνειν με ή ου; εί γάρ μή έ£ήμαρτον, ούδέ is σύ έ?ελε'γ£εις καίπερ σοφός ών ούδ3 έχεις δ τι χρή τω λόγψ* εί δ’ έΗήμαρτον, ούδ3 ούτως όρθώς λέγεις φάσκων | ούκ είναι 288 έΕαμαρτάνειν* καί ταύτα ού προς ά πε'ρυσιν έλεγες λέγω.

замечая при этом, что софисты конечно всё еще шутят·, и чтобы побудить их к серьёзному разговору, желает вновь, в виде примера, повести с Клейнием беседу оттуда на чём выше остановились.

αλλά εοικεν, έφην εγώ, ώ Διονυσόδωρέ τε καί Εύθύδημε, ουτος μεν ό λόγος εν ταύτω μένειν καί έτι ώσπερ τό πα-20 λαιόν καταβαλών πίπτειν καί ώστε τούτο μή πάσχειν, ούδ5 υπό τής ύμετέρας που τέχνης έ£ευρήσθαι καί ταύτα ούτωσί θαυμαστής ούσης εις ακρίβειαν λόγων, καί ό Κτήσιππος, Θαυμάσιά γε λέγετ έφη ώ άνδρες Θούριοι | είτε Χΐοι εϊθ5 Β όπόθεν κάί δπη χαίρετον ονομαζόμενοι* ώς ούδέν υμΐν μέλει 25 τού παραληρεΐν. καί εγώ φοβηθείς, μή λοιδορία γένηται, πάλιν κατεπράϋνον τον Κτήσιππον καί εΐπον Κτήσιππε, καί νύν δή ά προς Κλεινίαν έλεγον, καί προς σέ ταύτά ταύτα λέγω δτι ού γιγνώσκεις των £ένων τήν σοφίαν δτι θαυμασία έστίν.