Перейти к содержанию

Страница:Евтидем (Платон, 1878).pdf/56

Материал из Викитеки — свободной библиотеки
Эта страница не была вычитана
— 51 —

яснить юношѣ, все ли знаніе или только нѣкоторое должно ему имѣть, чтобы быть счастливымъ и хорошимъ.

κάγώ ταυτα άσμενος άκουσας, То μεν έμόν, έφην, παράδειγμα, ώ Διονυσόδωρε' τε και Ευθύδημε, οΐων επιθυμώ των προτρεπτικών λόγων είναι, τοιουτον, ιδιωτικόν ίσως και μόλις διά μακρών λεγόμενον’ σφών δε όπότερος βού-5 λεται, ταύτόν τούτο τε'χνη πράττων έπιδει£άτω ήμΐν. ει δε μή τούτο βούλεσθον, όθεν [ εγώ άπε'λιπον, τό έ£ής έπιδεΚατον τώ Ε μειρακίω, πότερον πάσαν επιστήμην δει αυτόν κτάσθαι ή έστι τις μία, ήν δει λαβόντα εύδαιμονεΐν τε και αγαθόν άνδρα είναι και τίς αυτή, ώςπερ γάρ ελεγον άρχόμενος, περί πολλου ήμΐν 10 τυγχάνει δν τόνδε τον νεανίσκον σοφόν τε και αγαθόν γενέσθαι.| 283

XI. Έγώ μεν ουν ταυτα εΐπον, ώ Κριτών τώ δε μετά τούτο έσομένω πάνυ σφόδρα προσεΐχον τον νουν και έπεσκό-πουν, τίνα ποτέ τρόπον άψοιντο του λόγου και όπόθεν άρΗοιντο παρακελευόμενοι τώ νεανίσκω σοφίαν τε και αρετήν άσκεΐν.

15 ό ουν πρεσβύτερος αυτών ό Διονυσόδωρος πρότερος ήρχετο του λόγου και ημείς πάντες έβλέπομεν προς αυτόν, ως αύτίκα μάλα άκουσόμενοι θαυμάσιους τινάς λόγους, δπερ ουν και Β συνε'βη ήμΐν θαυμαστόν γάρ τινα, | ώ Κριτών, άνήρ κατήρχεν λόγον, οΰ σοι ά£ιον άκοϋσαι ως παρακελευστικός ό λόγος ήν 20 έπ3 αρετήν.

  • 3-й софизмъ: если Сократъ и Ктезиппъ желаютъ Клей-нію быть образованнымъ и не быть невѣждой, то они желаютъ, чтобы былъ тотъ, который не есть и не былъ — который есть, т.-е. желаютъ ему погибнуть.

Είπε' μοι, έφη, ώ Σάκρατές τε και υμείς οί άλλοι, όσοι φατέ έπιθυμεΐν τόνδε τον νεανίσκον σοφόν γενέσθαι, πότερον παίζετε ταυτα λέγοντες ή ως αληθώς επιθυμείτε και σπουδάζετε; κάγώ διενοήθην, ότι ώηθήτην άρα ήμάς τό πρό-25 τερον παί£ειν, ήνίκα έκελεύομεν διαλεχθήναι τώ νεανίσκω αύτώ, και διά ταυτα προσεπαισάτην τε και ούκ | έσπουδασάτην ταυτα ^ ουν διανοηθεις ετι μάλλον εΐπον, ότι θαυμαστώς σπουδάίοι-μεν και ό Διονυσόδωρος, Σκόπει μήν, έφη, ώ Σώκρατες, όπως μή έΕαρνος έσει α νυν λεγεις. ’Έσκεμμαι, ήν δ3 εγώ.

30 ού γάρ μή ποτ3 έ'Ηαρνος γένωμαι. ΊΗ ουν, έφη, φατέ βούλεσθαι


Тот же текст в современной орфографии

яснить юноше, всё ли знание или только некоторое должно ему иметь, чтобы быть счастливым и хорошим.

κάγώ ταυτα άσμενος άκουσας, То μεν έμόν, έφην, παράδειγμα, ώ Διονυσόδωρε' τε και Ευθύδημε, οΐων επιθυμώ των προτρεπτικών λόγων είναι, τοιουτον, ιδιωτικόν ίσως και μόλις διά μακρών λεγόμενον’ σφών δε όπότερος βού-5 λεται, ταύτόν τούτο τε'χνη πράττων έπιδει£άτω ήμΐν. ει δε μή τούτο βούλεσθον, όθεν [ εγώ άπε'λιπον, τό έ£ής έπιδεΚατον τώ Ε μειρακίω, πότερον πάσαν επιστήμην δει αυτόν κτάσθαι ή έστι τις μία, ήν δει λαβόντα εύδαιμονεΐν τε και αγαθόν άνδρα είναι και τίς αυτή, ώςπερ γάρ ελεγον άρχόμενος, περί πολλου ήμΐν 10 τυγχάνει δν τόνδε τον νεανίσκον σοφόν τε και αγαθόν γενέσθαι.| 283

XI. Έγώ μεν ουν ταυτα εΐπον, ώ Κριτών τώ δε μετά τούτο έσομένω πάνυ σφόδρα προσεΐχον τον νουν και έπεσκό-πουν, τίνα ποτέ τρόπον άψοιντο του λόγου και όπόθεν άρΗοιντο παρακελευόμενοι τώ νεανίσκω σοφίαν τε και αρετήν άσκεΐν.

15 ό ουν πρεσβύτερος αυτών ό Διονυσόδωρος πρότερος ήρχετο του λόγου και ημείς πάντες έβλέπομεν προς αυτόν, ως αύτίκα μάλα άκουσόμενοι θαυμάσιους τινάς λόγους, δπερ ουν και Β συνε'βη ήμΐν θαυμαστόν γάρ τινα, | ώ Κριτών, άνήρ κατήρχεν λόγον, οΰ σοι ά£ιον άκοϋσαι ως παρακελευστικός ό λόγος ήν 20 έπ3 αρετήν.

  • 3-й софизм: если Сократ и Ктезипп желают Клей-нию быть образованным и не быть невеждой, то они желают, чтобы был тот, который не есть и не был — который есть, т. е. желают ему погибнуть.

Είπε' μοι, έφη, ώ Σάκρατές τε και υμείς οί άλλοι, όσοι φατέ έπιθυμεΐν τόνδε τον νεανίσκον σοφόν γενέσθαι, πότερον παίζετε ταυτα λέγοντες ή ως αληθώς επιθυμείτε και σπουδάζετε; κάγώ διενοήθην, ότι ώηθήτην άρα ήμάς τό πρό-25 τερον παί£ειν, ήνίκα έκελεύομεν διαλεχθήναι τώ νεανίσκω αύτώ, και διά ταυτα προσεπαισάτην τε και ούκ | έσπουδασάτην ταυτα ^ ουν διανοηθεις ετι μάλλον εΐπον, ότι θαυμαστώς σπουδάίοι-μεν και ό Διονυσόδωρος, Σκόπει μήν, έφη, ώ Σώκρατες, όπως μή έΕαρνος έσει α νυν λεγεις. ’Έσκεμμαι, ήν δ3 εγώ.

30 ού γάρ μή ποτ3 έ'Ηαρνος γένωμαι. ΊΗ ουν, έφη, φατέ βούλεσθαι