Страница:Евтидем (Платон, 1878).pdf/75

Материал из Викитеки — свободной библиотеки
Эта страница не была вычитана
— 70 —

πατρός; Τούμου γ3 έφην έγώ. Άρ’ οϋν ιτατήρ ήν έτερος ών .ιατρός; ή συ εί ό αυτός τω λίθω; Δέδοικα μεν εγωγ έφην, μή φανώ υπό стой ό αρτός* ου μέντοι μοι δοκώ. Ούκοϋν ετερος εί, έφη, του λίθου; "Ετερος μεντοι. Άλλο τι ουν έτε-5 ρος, ή δ' δς, ών λίθου ού λίθος εί; και ετερος ών χρυσού ου χρυσός ει; Έστι ταυτα. Ουκουν και ό Χαιρέδημος, έφη, έτερος ών πατρός πατήρ έστιν. Έοικεν, ήν b’ εγώ, ού πατήρ I είναι. Εί γάρ δήπου, έψη, πατήρ έστιν ό Χαιρέδημος, Β ύπολαβών ό Εύθύδημος, πάλιν αύ ό Σωφρονίσκος έτερος ών ιο πατρός ού πατήρ έστιν, ώστε σύ, ώ Σώκρατες, άπάτωρ εϊ.

  • 12-й софизмъ: чей-либо отецъ не есть просто не отецъ, и какъ такой не отличенъ отъ отца кого-либо другого, и такимъ образомъ есть отецъ какъ этого другого, такъ и всѣхъ другихъ, т.-е. есть отецъ всѣхъ.

Και ό Κτήσιππος έκδεξάμενος, о δέ ύμέτερος, εφη, αΰ πατήρ ού ταύτά πέπονθεν; έτερός έστιν τούμου πατρός; ΤΤολ-λοΰ γ έφη δεΐ ό Εύθύδημος. Άλλα, ή δ5 δς, ό αύτός; Ό αύτός μεντοι. Ούκ αν συμβουλοίμην. άλλα πότερον, ώ Εύθύ-ΐ5 δήμε, έμός μόνος | έστι πατήρ ή και των άλλων ανθρώπων C Και των άλλων, έφη* ή οϊει τον αύτόν πατέρα δντα ού πατέρα είναι; Έιμην δήτα, έφη ό Κτήσιππος. Τί δέ; ή δ’ δς. χρυσόν δντα μή χρυσόν είναι; ή άνθρωπον δντα μή άνθρωπον; Μή γάρ, έφη ό Κτήσιππος, ώ Εύθύδημε* τό λεγόμενο νον, ού λινόν λίνω συνάπτεις* δεινόν γάρ λέγεις πράγμα, εί ό σός πατήρ πάντων έστιν πατήρ. Άλλ’ έστιν, έφη. Πότερον ανθρώπων; ή δ’ δς ό Κτήσιππος, ή και ίππων; ή και των άλλων | πάντων £ωων; Πάντων, έφη. ΤΗ και μήτηρ ή D μήτηρ; Καί ή μήτηρ γε. Και των έχίνων άρα, έφη, ή σή μή-ѵэ τηρ μήτηρ έστί [των θαλαττίων]. Και ή σή γ3 έφη. Και σύ άρα άδέλφός ει των βοΐδίων και κυναρίων καί χοιριδίων. Καί γάρ σύ, έφη. Καί προς άρα σοι πατήρ έστι καί κύων. Καί γάρ σοι, έφη. Αύτίκα δέ γε, ή δ’ δς ό Διονυσόδωρος, άν μοι άποκρίνη, ώ Κτήσιππε, ομολογήσεις ταυτα.

13-й срфизмъ: собака, имѣющая щенятъ, есть отецъ; такая собака — твоя: слѣдовательно она и отецъ твой.

йо είπε γάρ μοι, έστι σοι κύων; Καί μάλα πονηρός, έφη ό Κτή- Б


Тот же текст в современной орфографии

πατρός; Τούμου γ3 έφην έγώ. Άρ’ οϋν ιτατήρ ήν έτερος ών .ιατρός; ή συ εί ό αυτός τω λίθω; Δέδοικα μεν εγωγ έφην, μή φανώ υπό стой ό αρτός* ου μέντοι μοι δοκώ. Ούκοϋν ετερος εί, έφη, του λίθου; "Ετερος μεντοι. Άλλο τι ουν έτε-5 ρος, ή δ' δς, ών λίθου ού λίθος εί; και ετερος ών χρυσού ου χρυσός ει; Έστι ταυτα. Ουκουν και ό Χαιρέδημος, έφη, έτερος ών πατρός πατήρ έστιν. Έοικεν, ήν b’ εγώ, ού πατήρ I είναι. Εί γάρ δήπου, έψη, πατήρ έστιν ό Χαιρέδημος, Β ύπολαβών ό Εύθύδημος, πάλιν αύ ό Σωφρονίσκος έτερος ών ιο πατρός ού πατήρ έστιν, ώστε σύ, ώ Σώκρατες, άπάτωρ εϊ.

  • 12-й софизм: чей-либо отец не есть просто не отец, и как такой не отличен от отца кого-либо другого, и таким образом есть отец как этого другого, так и всех других, т. е. есть отец всех.

Και ό Κτήσιππος έκδεξάμενος, о δέ ύμέτερος, εφη, αΰ πατήρ ού ταύτά πέπονθεν; έτερός έστιν τούμου πατρός; ΤΤολ-λοΰ γ έφη δεΐ ό Εύθύδημος. Άλλα, ή δ5 δς, ό αύτός; Ό αύτός μεντοι. Ούκ αν συμβουλοίμην. άλλα πότερον, ώ Εύθύ-ΐ5 δήμε, έμός μόνος | έστι πατήρ ή και των άλλων ανθρώπων C Και των άλλων, έφη* ή οϊει τον αύτόν πατέρα δντα ού πατέρα είναι; Έιμην δήτα, έφη ό Κτήσιππος. Τί δέ; ή δ’ δς. χρυσόν δντα μή χρυσόν είναι; ή άνθρωπον δντα μή άνθρωπον; Μή γάρ, έφη ό Κτήσιππος, ώ Εύθύδημε* τό λεγόμενο νον, ού λινόν λίνω συνάπτεις* δεινόν γάρ λέγεις πράγμα, εί ό σός πατήρ πάντων έστιν πατήρ. Άλλ’ έστιν, έφη. Πότερον ανθρώπων; ή δ’ δς ό Κτήσιππος, ή και ίππων; ή και των άλλων | πάντων £ωων; Πάντων, έφη. ΤΗ και μήτηρ ή D μήτηρ; Καί ή μήτηρ γε. Και των έχίνων άρα, έφη, ή σή μή-иэ τηρ μήτηρ έστί [των θαλαττίων]. Και ή σή γ3 έφη. Και σύ άρα άδέλφός ει των βοΐδίων και κυναρίων καί χοιριδίων. Καί γάρ σύ, έφη. Καί προς άρα σοι πατήρ έστι καί κύων. Καί γάρ σοι, έφη. Αύτίκα δέ γε, ή δ’ δς ό Διονυσόδωρος, άν μοι άποκρίνη, ώ Κτήσιππε, ομολογήσεις ταυτα.

13-й срфизм: собака, имеющая щенят, есть отец; такая собака — твоя: следовательно она и отец твой.

йо είπε γάρ μοι, έστι σοι κύων; Καί μάλα πονηρός, έφη ό Κτή- Б